-
1 ἀραιός
ἀραιός, ά, όν, nach den Atticisten att. ἁραιός; auch bei Hom. so zu lesen nach Herodian., Scholl. Iliad. 18, 411 δασύνεται τὸ ἁραιαί, Scholl. Od. 10, 90 δασυντέον τὸ άραιή; vgl. Scholl. Iliad. 5, 425; – dünn, schmal, eng, schwach; γλώσσῃσιν ἁραιῇσιν, Zungen der Wölfe, Iliad. 16, 161; ἁραιὴ εἴσοδος, eines Hafens, Od. 10, 90; κνῆμαι ἁραιαί, des hinkenden Hephästos, Iliad. 18, 411. 20, 37; χεῖρα ἁραιήν, der unkriegerischen Aphrodite, 5, 425; vgl. Nicias 8 (VII, 200); φωνή Theocr. 13, 59; Qu. Sm. 9, 466; νῆας, leichte, Hes. O. 807, nach Schol. ἐλαφράς; E. M. erkl. βλαπτικάς, u. las wohl ἀραίας. Es bildet bes. den Ggstz zu πυκνός, nicht dicht, sondern einzeln stehend, φάλαγγες ἀραιαί τε καὶ βαϑύτεραι Xen. Lac. 11, 6; ὀμίχλη νέφους ἀραιοτέρα Arist. mund. 4; bes. bei sp. D., z. B. δάφνη Nic. Th. 575, Schol. λεπτόφυλλος; dah. bei Medic. σφυγμός, πνεῠμα, langsam, nach langen Zwischenräumen; – ἀραιὰ γαστήρ Nic. Th. 133, der Unterleib, die Weichen (Dünnung); auch subst. ἡ ἀραιά. – Adv. ἀραιῶς, z. B. ϑύρα ἀρ. ἐπικειμένη Suid.
-
2 αραιος
I.ἀραιός, ἁραιός31) узкий, тонкий(γλῶσσαι Hom.)
2) тесный(εἴσοδος Hom.)
3) слабый(κνῆμαι, χείρ Hom.; φωνά Theocr.)
4) легкий быстроходный(νῆες Hes.)
5) небольшой глубины(φάλαγγες Xen.)
6) неплотный(ὀμίχλη νέφους Arst.)
7) редкий(τρίχες Arst.)
8) рыхлый, пористый(ὀστοῦν Arst.; σπόγγοι Diod.)
9) скудный(τροφή Arst.)
II.3 и 21) призываемый в молитвах(Ζεύς Soph.)
2) отягощенный проклятьем, проклятый(γονά Aesch.; ἀραῖόν τινα λαβεῖν Soph.)
3) гибельный, губительный, несущий проклятье(τινι Aesch., Soph., Plat.)
-
3 αραιος...
ἁραιός...ἀραιός, ἁραιός31) узкий, тонкий(γλῶσσαι Hom.)
2) тесный(εἴσοδος Hom.)
3) слабый(κνῆμαι, χείρ Hom.; φωνά Theocr.)
4) легкий быстроходный(νῆες Hes.)
5) небольшой глубины(φάλαγγες Xen.)
6) неплотный(ὀμίχλη νέφους Arst.)
7) редкий(τρίχες Arst.)
8) рыхлый, пористый(ὀστοῦν Arst.; σπόγγοι Diod.)
9) скудный(τροφή Arst.)
-
4 ἀραιός
A thin, slender, κνῆμαι, χείρ, γλῶσσαι, Il.l.c., 5.425, 16.161; ; narrow,εἴσοδος Od.10.90
; of ships, Hes.Op. 809; φάλαγγες ἀ., opp. βαθύτεραι, X.Lac.11.6, cf. Plu.Crass.23; ἀραιᾷ τροφῇ χρῆσθαι meagre, of diet, Arist.Pol. 1335b13.II later, of the substance of bodies, of loose texture, opp. πυκνός, Anaximen.I, Meliss.7, Anaxag. 12,15, cf. Emp.104 ([comp] Sup.), Thphr.CP2.4.7, etc.; opp. πίων, Arist. Pr. 880a38; freq. in Hp., as VM22;δέρμα Aph.5.71
;ὀστέον Art.33
;εἴρια Mul.1.1
;ὁμίχλη.. νέφους ἀραιοτέρα Arist.Mu. 394a21
, cf. Mete. 364b25 ([comp] Comp.);σπόγγοι D.S.3.14
.2 in Tactics,in open order, opp.πυκνός, τὸ ἀραιότατον [διάστημα] Ascl.Tact.4.1, etc.III intermittent,πνεῦμα Hp.Epid.1.26
.ά, β; ἆσθμα, βήξ, Aret.SD1.11, etc. Adv.- ῶς Hp.Nat.Puer.24
; of the pulse, Gal.9.444,al.VI of the voice, thin, Theoc.13.59. (Homeric metre proves ϝαραιός.) -
5 ἀραίωσις
ἀραίωσις, ἡ, das Dünnmachen, Auflockern, Arist. mund. 4 ὀμίχλη γίνεται ἐξ ἀραιώσεως νέφους; oft bei Hippocr. u. Sp., Ggstz πύκνωσις.
-
6 νέφος
A cloud, mass of clouds, Il.4.275, al.; ;ν. ὄμβριον Ar.Nu. 288
(lyr.);ν. καὶ ὁμίχλη Pl.Ti. 49c
;τὸν κίνδυνον παρελθεῖν ὥσπερ ν. D.18.188
.2 metaph. (cf.νεφέλη 1.2
),θανάτου δὲ μέλαν ν. ἀμφεκάλυψεν Il.16.350
, cf. Od.4.180, B.12.64;λάθας ν. Pi.O.7.45
; σκότου ν., of blindness, S.OT 1314 (lyr.); ν. οἰμωγῆς, στεναγμῶν, E.Med. 107 (anap.), HF 1140; ὀφρύων ν. a cloud upon the brow, Id.Hipp. 172 (anap.);ὑπὸ τοῦ μετώπου οἷον ν. ἐπανεστηκός Arist.Phgn. 809b22
;διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν ν. ἐπὶ τοῦ προσώπου Anaxandr.58
.II metaph., also, a cloud of men, etc., ν. πεζῶν, Τρώων, Il.4.274, 16.66; ψαρῶν, κολοιῶν, 17.755;ν. τοσοῦτον ἀνθρώπων Hdt.8.109
; πενεστάων ν. Timo 39;μαρτύρων Ep.Hebr.12.1
; πολέμοιο ν. the cloud of battle, thick of the fight, Il.17.243, cf.Ar. Pax 1090: applied by Pi.N.10.9 to a single hero: used by Prose writers for poet. νεφέλη (q. v.). (Cf. Skt. nábhas 'fog', 'cloud', Slav. nebo 'heaven', Lat. nebula.)
См. также в других словарях:
ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek